υποψάλλω

υποψάλλω
αμετ.
1) напевать; 2) аккомпанировать; 3) быть другого мнения, не соглашаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υποψάλλω" в других словарях:

  • υποψάλλω — ὑποψάλλω ΝΑ [ψάλλω] νεοελλ. τραγουδώ χαμηλόφωνα αρχ. 1. (σχετικά με χορδή) αγγίζω ελαφρά 2. προτρέπω, παρακινώ κάποιον να τραγουδήσει 3. (αμτβ.) τραγουδώ αποκρινόμενος στο τραγούδι άλλου …   Dictionary of Greek

  • υποψαλμός — ο, Ν [υποψάλλω] υπόψαλμα …   Dictionary of Greek

  • υπόψαλμα — το / ὑπόψαλμα, άλματος, ΝΑ [ὑποψάλλω] νεοελλ. εφύμνιο αρχ. ανταπόκριση, αντιφώνηση σε τραγούδι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»